- εκνευριστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που εκνευρίζει, που προκαλεί εκνευρισμό: Εκνευριστική βροχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκνευριστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εκνευρισμό … Dictionary of Greek
αγανακτητός — ἀγανακτητός, ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] εκνευριστικός, οχληρός … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
νευριαστικός — ή, ό [νευριάζω] αυτός που προκαλεί εκνευρισμό, εκνευριστικός … Dictionary of Greek
σπάζομαι — σπάζομαι, σπάστηκα βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: σπάζομαι : με την ειδική έννοια → ενοχλούμαι υπερβολικά από κάτι (απ όπου και το επίθετο σπαστικός → πολύ ενοχλητικός, εκνευριστικός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)